ἀμέθοδος — not in logical masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέθοδος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ενεργεί ή γίνεται χωρίς μέθοδο: Ως δάσκαλος ήταν αμέθοδος. 2. το ουδ. ως ουσ., το αμέθοδο η αμεθοδία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεθόδως — ἀμέθοδος not in logical adverbial ἀμέθοδος not in logical masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέθοδον — ἀμέθοδος not in logical masc/fem acc sg ἀμέθοδος not in logical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεθοδωτάτης — ἀμέθοδος not in logical fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεθοδωτάτου — ἀμέθοδος not in logical masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεθοδώτατε — ἀμέθοδος not in logical masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεθοδώτατοι — ἀμέθοδος not in logical masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεθόδοις — ἀμέθοδος not in logical masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεθόδου — ἀμέθοδος not in logical masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)